ὁμοουσίων

ὁμοουσίων
ὁμοούσιος
consubstantial
masc/fem/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ομοουσιοκόρυφος — ὁμοουσιοκόρυφος, ον (Μ) αυτός που ανήκει στην κορυφή τών ομοουσίων, που είναι η κορυφή τής ομοουσιότητας («τὴν τρισυπόστατον ὁμοουσιοκόρυφον δόξαν», Ιω. Ιεροσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁμοούσιον + κορυφή] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”